γλωσσοπέδη

γλωσσοπέδη
η
1. φίμωτρο που συγκρατεί τη γλώσσα.
2. γλωσσοδέτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσοπέδη — η (Μ γλωσσοπέδη) φίμωτρο νεοελλ. ο γλωσσοδέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πέδη «φρένο, δεσμός»] …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”